- ρατζάς
- και ραγιάς, ο, Νβλ. ρατζά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραγιάς — Τούρκικη λέξη που προέρχεται από αντίστοιχη αραβική που σημαίνει κοπάδι. Ονομασία που είχαν δώσει οι Τούρκοι στους υποταγμένους λαούς. Η λέξη είχε υποτιμητικό χαρακτήρα. Ο ρ. είχε ελάχιστα δικαιώματα και ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει κεφαλικό… … Dictionary of Greek
ρατζά — και ρατζάς και ραγιάς, ο, Ν 1. ο βασιλιάς στις ινδουιστικές χώρες 2. ο μουσουλμάνος τιμαριούχος τών Μογγόλων αυτοκρατόρων 3. (κατά τη βρεταν. κατοχή τής Ινδίας) μέγας υποτελής τού Στέμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λ. τής γλώσσ. Χίντι raja < αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek